λαρυγγοφαρυγγικός

λαρυγγοφαρυγγικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λάρυγγα και στον φάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. laryngopharyngeal. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Αντώνιο Παπαδάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”